- Ελευσίνιος
- -α, -ο (AM Ἐλευσίνιος, -α, -ον)1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Ελευσίνα ή κατοικεί σέ αυτήν2. το ουδ. ως ουσ. τα Ελευσίνιατα Ελευσίνια Μυστήρια προς τιμήν τής Δήμητρας και τής Περσεφόνηςαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἐλευσίνιοςεπίκληση τού Διός στην Ιωνία2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἐλευσινίαεπίκληση τής Δήμητρας και τής Περσεφόνης3. το ουδ. ως ουσ. τό Ἐλευσίνιονναός τής Δήμητρας και τής Περσεφόνης.
Dictionary of Greek. 2013.